Header Ads

Screenshot-steno

ΛΑΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Η λαϊκή μας μουσική είναι βασικό μέρος της πολύτιμης και πλούσιας μουσικής μας παράδοσης και κληρονομιάς και του λαικού μας πολιτισμού.
Λαικό είναι κάτι που προέρχεται από το λαό και απευθύνεται σ’αυτόν, γι’αυτό και ο λαός το αγκαλιάζει.
Σε αντιδιαστολή και διάκριση προς τη λαική μουσική και τραγούδια της αγροτικής υπαίθρου, του βουνού και του κάμπου, του χωριού και των μικρών επαρχιακών πόλεων (δημοτικά), το "λαικό" τραγούδι αναφέρεται στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων - αστικών κέντρων (αστικό λαικό τραγούδι). Είναι μουσική κλειστού χώρου (ταβέρνα) ενώ το δημοτικό είναι ανοιχτού χώρου (γιορτές, γάμοι, πανηγύρια).
Και ενώ το δημοτικό παρουσιάζει τοπική (γεωγραφική) ποικιλομορφία, το λαικό έχει πανελλήνια ομοιομορφία.
Παρ’ όλο που ο όρος λαικό περιλαμβάνει το αστικό λαικό τραγούδι που εμφανίζεται ήδη από τον 17Οαιώνα με καταβολές από το Βυζάντιο, καθώς και το ρεμπέτικο, λαικό επικράτησε να λέγεται ειδικά το λαικό αστικό τραγούδι της περιόδου 1950 –1970, που διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.
Προέρχεται από το ρεμπέτικο, το Σμυρνέικο κλπ. , των οποίων αποτελεί συνέχεια.
Ηκμασε κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ώς το τέλος της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με τη μεταφορά και μετακόμιση του ρεμπέτικου από τα μικρά φτωχικά κουτούκια και ταβερνάκια σε μεγάλα κοσμικά κέντρα διασκέδασης, με φωτεινές επιγραφές και μεγάφωνα, στις φανταχτερές πίστες και στα σαλόνια. Και από τον στενό κύκλο των φτωχών και περιθωριοποιημένων, στα ευρύτερα λαικά –και όχι μόνο!- στρώματα. Πριν εμπορευματοποιηθεί και "βιομηχανοποιηθεί" εντελώς, με τη μετατροπή της δισκογραφίας σε βιομηχανία ήδη από το 1970.
Χωρίστηκε γρήγορα σε κατηγορίες όπως «ελαφρολαικό», «βαρύ λαικό» κλπ.
Η διάδοσή του βοηθήθηκε, εκτός από τις δισκογραφικές εταιρείες, από το ραδιόφωνο, -που δεν αδιαφόρησε για το λαικό όσο είχε αδιαφορήσει για το ρεμπέτικο- και από τον κινηματογράφο.
Η περίοδος 1955 –1975 χαρακτηρίστηκε σαν η «χρυσή δεκαετία» του λαικού μας τραγουδιού.
Οπως και το ρεμπέτικο, το λαικό υπήρξε «απαγορευμένος καρπός» για πολλά χρόνια. Αντιμετώπισε μεγάλη εχθρότητα, κατασυκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε και εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να είναι συστηματικά αγνοημένο και υποτιμημένο, όπως και ολόκληρη η μουσική μας παράδοση. Aπό μια «καθωσπρεπική» νοοτροπία, που, προσανατολισμένη μονόπλευρα στην μουσική της Δύσης, επιμένει να ντρέπεται για ό,τι ελληνικό.
Επίσης η αξία του υποτιμήθηκε και από τους φανατικούς «καθαρούς» υποστηρικτές του ρεμπέτικου, που μένοντας αυστηρά προσηλωμένοι στην εποχή του, θεωρούν το λαικό σαν «ξεπεσμό» του ρεμπέτικου.
Η θεματολογία του ξεφεύγει από το στενό περιθωριακό πλαίσιο του ρεμπέτικου, διευρύνεται και αγκαλιάζει τον μέσο Ελληνα, προσαρμοζόμενη στη νέα διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Με τον δυτικό προσανατολισμό και το αστικό όνειρο. Επικρατεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά και θέματα από τα ζωντανά και καυτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας: Εμφύλιος, μετανάστευση, ξενητιά, φτώχεια, αδικία κλπ.
Η γλώσσα του είναι η απλή, ζωντανή, ομιλούμενη γλώσσα του λαού, χωρίς επιτηδευμένες λέξεις και εκφράσεις, σε αντίθεση προς πολλά ελαφρά τραγούδια της εποχής που επιδίωκαν επιδεικτικά τις ξένες λέξεις και την «ξενική» προφορά.
Συνήθως οφείλεται σε επώνυμους, ταλαντούχους, αυτοδίδακτους, εμπειρικούς δημιουργούς, που προέρχονταν μέσα από τον λαό και ήταν συνεχιστές του ρεμπέτικου. Τα έργα τους αγαπήθηκαν από το λαό, διότι βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα του και δεν του δόθηκαν «εκ των άνω».
Κύριος εκπρόσωπος ο Τσιτσάνης, αλλά και πολλοί άλλοι (Βαμβακάρης, Παπαιωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Μπακάλης, Τζουανάκος, Ζαμπέτας, Κλουβάτος, Θόδωρος Δερβενιώτης, κ.ά.).
Στιχουργοί: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου , Χαράλ. Βασιλειάδης («Τσάντας»), Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Κώστας Μάνεσης κ.ά.
Τραγουδιστές: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Ευάγγελος Περπινιάδης, Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Μαρίκα Νίνου, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Σωτηρία Μπέλλου, Μαίρη Λίντα κ.ά.
Ο Τσιτσάνης, από τους πρωτεργάτες του λαικού, αποτέλεσε «γέφυρα» ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το λαικό. Θεωρείται σαν ο συνθέτης που «εξευγένισε» το ρεμπέτικο, απαλλάσσοντάς το από ακραία, περιθωριακά, αντικοινωνικά και εντόνως ανατολίτικα στοιχεία. Η μετάβαση στο λαικό επισημαίνεται με τον «εξευρωπαισμό» των μουσικών κλιμάκων (μεγαλύτερη χρήση ματζόρε-μινόρε, έναντι των άλλων «δρόμων»), το «ευρωπαικό» κούρδισμα του μπουζουκιού και την προσθήκη 4ηςδιπλής χορδής (Χιώτης 1953), ώστε να μπορεί να παίζει αρμονικά ακόρντα.
Νέο, πιό δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό «ύφος» παιξίματος και ερμηνείας και χρησιμοποίηση ομοιοκαταληξίας (ρίμας) και επωδού (ρεφρέν).
Η ορχήστρα μεγαλώνει και εμπλουτίζεται, με προσθήκη πιάνου, ακορντεόν, κόντρα μπάσου, κλαρίνου, βιολιού, φλάουτου, κορνέτας, ντραμς κλπ.
Στα πλαίσια ενός γενικότερου εξωτισμού και τάσης φυγής από την πιεστική και δυσβάστακτη κοινωνική μεταπολεμική πραγματικότητα, εκδηλώνεται και μία στροφή προς ανατολίτικες (οριεντάλ) αραβοπερσικές επιρροές. Ο μεγάλος αντίκτυπος στις λαικές μάζες του ινδικού κινηματογράφου ευνοεί μιά περίοδο έντονης ινδικής επιρροής.
Επίσης το λαικό δέχεται και αφομοιώνει επιρροές από τη λατινοαμερικάνικη μουσική και την τζάζ.
Η συγγένεια του λαϊκού με το ελαφρό τραγούδι
Στο είδος αυτό διακρίνουμε δυο τάσεις: Η μια έφερε εντονότερες επιρροές από το ελαφρό τραγούδι, ενσωμάτωνε το μπουζούκι και απευθυνόταν στη μεσαία τάξη. Στεγαζόταν σε κοσμικές ταβέρνες και ανάλογους τόπους διασκέδασης της εποχής. Προς το τέλος όμως της δεκαετίας του 1950, στις δεκαετίες 1960, 1970 αλλά και αργότερα, το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι καθιερώθηκαν τόσο στη συνείδηση του κόσμου, ώστε να συμπαρασυρθεί και η ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά τάξη. Η έκφραση «πάμε στα μπουζούκια» αποτέλεσε συνώνυμο του «πάμε να διασκεδάσουμε».

Οι ινδικές επιρροές στο λαϊκό τραγούδι
Τη δεκαετία του 1950 ο κινηματογράφος ήταν πλέον ιδιαίτερα διαδεδομένος τρόπος διασκέδασης. Η παραγωγή ελληνικών ταινιών γινόταν όλο και πιο εντατική, αλλά ταινίες ανατολικής προέλευσης και ιδιαίτερα οι ινδικές γίνονταν εξαιρετικά δημοφιλείς. Οι ταινίες αυτές ήταν γεμάτες τραγούδια, με αποτέλεσμα το μουσικό αισθητήριο των ελλήνων να αρχίσει να αποδέχεται αυτό το είδος μουσικής.   Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας δεύτερης τάσης στο λαϊκό τραγούδι που έφερε έντονα ανατολίτικες και κυρίως ινδικές επιρροές. Τα τραγούδια του είδους αυτού απευθύνονταν σε πιο λαϊκά κοινωνικά στρώματα και ακούγονταν στις ταβέρνες, πάντοτε συνοδεία μπουζουκιού.
Το νεότερο λαϊκό τραγούδι
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το λαϊκό τραγούδι άρχισε να αποκτά ένα πιο σύγχρονο χαρακτήρα. Οι στίχοι των τραγουδιών όπως και η σύνθεση της μουσικής αλλάζουν για να συμπλεύσουν με τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.

Ρεμπέτες και στέκια των ρεμπέτηδων

Πολλά έχουν λεχθεί  και έχουν γραφτεί  για τους  διάφορους ρεμπέτες. Λίκνο των  ρεμπέτηδων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα...