Header Ads

Screenshot-steno

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Στα τέλη του 19ου αιώνα γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Ρεμπέτικη μουσική ή Ρεμπέτικο ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η μουσική αυτή εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Όπως μας πληροφορεί ο ερευνητής του ρεμπέτικου Πάνος Σαββόπουλος, η λέξη ρεμπέτικο είναι δυσετυμολόγητη (15 ετυμολογικές εκδοχές καταγράφει στο άρθρο του), πάντως πρωτοεμφανίζεται ανάμεσα στα 1910 και 1913 σε ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου: ο ένας εκδόθηκε μάλλον το 1912 στην Κωνσταντινούπολη από τη δισκογραφική εταιρεία ORFEON RECORD με αριθμό 10188.Στη μια του πλευρά υπάρχει το τραγούδι Απονιά, αρχικά επιθεωρησιακό που σημείωσε επιτυχία στη Σμύρνη και έπειτα γραμμοφωνήθηκε. Στην ετικέτα του δίσκου και δίπλα στον τίτλο, μέσα σε παρένθεση, υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ. Ο άλλος δίσκος ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μάλλον το 1913 από τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία FAVORITE RECORD. Στη μια πλευρά του δίσκου υπάρχει το γνωστό τραγούδι Τίκι τίκι τακ άγνωστου δημιουργού με ερμηνευτή τον Γιάγκο Ψαμαθιανό. Κάτω από τον τίτλο υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ Μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού αναπτύχθηκε στην Πάτρα: τα ταμπαχανιώτικα, από την ομώνυμη συνοικία.

Ιστορία
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του ρεμπέτικου, χωρίζει την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περιόδους: 1922-1932 - Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από τη μουσική της Σμύρνης. 1932-1942 - Η κλασική περίοδος. 1942-1952 - Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην εφημερίδα Μεσημβρινή. Πρωτοεμφανίστηκε ως κριτικός τέχνης στα περιοδικά Διαγώνιος και Ζυγός. Το πλούσιο συγγραφικό έργο του Ηλία Πετρόπουλου από μόνο του αποτελεί μάρτυρα της πολυπραγμοσύνης του. Έχει δημοσιεύσει πάνω από σαράντα βιβλία με θέματα που αφορούν τα ρεμπέτικα τραγούδια, τον “υπόκοσμο”, τη λαϊκή παράδοση, την παραδοσιακή τέχνη, την ιστορία της Θεσσαλονίκης, την επίδραση των τούρκικων παραδόσεων στις ελληνικές. Η μελέτη του για τα Ρεμπέτικα Τραγούδια πρωτοδημοσιεύτηκε το 1968 χωρίς την άδεια της ελληνικής λογοκρισίας, γεγονός για το οποίο καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση.

Προϊστορία
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα "μουρμούρικα". Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη "γιάλα -γιάλα" ή "αμάν γιάλα" ή "γιαλελέλι". Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ΄ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν΄ αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή. Σημειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.

Περίοδος της κυριαρχίας των σμυρναίικων στοιχείων
Το 1922 είναι η χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής την οποία ακολουθεί η αναγκαστική πλέον ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις. Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά (όπως σε όλες τις μουσικές) αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά).
Κλασική περίοδος
Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Μέχρι το '41 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι. Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λ.π. εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι με τη κήρυξη του πολέμου το 1940 τελείως αυθόρμητα οι ρεμπέτες της εποχής έγραψαν αρκετά αξιόλογα ρεμπέτικα τραγούδια για τη νίκη που αν και δεν απαγορεύτηκαν επισκιάστηκαν από εκείνα του ελαφρού τραγουδιού, όπως χαρακτηριστικά τέτοια ήταν "Ο Μάρκος φαντάρος" (Μ. Βαμβακάρη), "Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι", "Στης Πίνδου τα βουνά", "Γλυκό νά'ναι το βόλι", (και τα τρία του Μπαγιαντέρα), "Τον πόλεμο μας κήρυξες" (του Καρίπη), "Θα πάρω το τουφέκι μου" (του Κηρομύτη), το σατυρικό "Αν φύγουμε στο πόλεμο μικρό μου Χαρικλάκι" που ίσως να είναι και προπολεμικό, κ.ά. Κατά τη διάρκεια όμως της κατοχής (1941-1946) οι ηχογραφήσεις σταματούν.

Εποχή της μαζικής αποδοχής
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεώτερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του λαϊκού τραγουδιού. Στη δεκαετία του '60, αρχίζει η εποχή της 'πρώτης αναβίωσης' του ρεμπέτικου, όπου και επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες και εκδίδονται μελέτες πάνω στο θέμα και ανθολογίες τραγουδιών, από συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, βιογραφίες ρεμπετών, ενώ γίνονται και αρκετές νέες ηχογραφήσεις (την πρώτη "μελέτη" όμως έχει παρουσιάσει ο Μάνος Χατζιδάκις ήδη μετά την κατοχή). Όμως από το 1944 ο Νίκος Σκαλκώτας θα εισάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην Ελληνική συμφωνική δημιουργία: πρόκειται για το κονσέρτο για δύο βιολιά όπου εντάσσει, στο δεύτερό του μέρος, το Θα πάω εκεί στην Αραπιά του Βασίλη Τσιτσάνη. Τον επόμενο χρόνο ο συνθέτης Γιάννης Α. Παπαϊωάννου θα χρησιμοποιήσει σε δικό του συμφωνικό έργο, τον ΄΄Βασίλη Αρβανίτη,΄΄ ένα ζεϊμπέκικο.

Το ρεμπέτικο στις Η.Π.Α.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά και πριν από αυτήν, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μετανάστευσε στις Η.Π.Α., μεταφέροντας εκεί την ελληνική μουσική παράδοση, αλλά και το ρεμπέτικο. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ηχογραφούνται από αμερικάνικες εταιρείες σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια. Το 1919 ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες και από τα μέσα της δεκαετίας του '20 υπάρχουν ηχογραφήσεις τραγουδιών τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ρεμπέτικα, πριν ακόμα αρχίσουν οι ηχογραφήσεις στην Ελλάδα. Μέχρι και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο γράφονται και ηχογραφούνται αρκετά πολύ αξιόλογα κομμάτια, ενώ η συνεργασία ελλήνων με ξένους μουσικούς δίνει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Μουσικά όργανα
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το τρίχορδο μπουζούκι η κιθάρα ο τζουράς αλλά και ο μπαγλαμάς. Χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις. Σημειώνεται ότι στις ταβέρνες του Γυθείου μέχρι τη δεκαετία του 1980 προς ενίσχυση του ήχου ενός μπουζουκιού οι θαμώνες χρησιμοποιούσαν μεταλλικές ή γυάλινες κανάτες που έβαζαν μέσα μαχαιροπήρουνα, τις οποίες και ανακινούσαν ρυθμικά. Ένας σημαντικός παίκτης μπουζουκιού ο ποίος ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι ο Ιωάννης Χαλκιάς ή Jack Gregory.
Θεματολογία

Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά - φυλακή - παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες η τα μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας. Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των ανθρώπων, και άλλα.
Ειδικότερα για τους ρεμπέτες χαρακτηριστικοί υπήρξαν οι "αισιόδοξοι" στίχοι δύο κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών: Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ΄ αγαπούνε, μόλις θα μ΄ αντικρύσουνε θυσία θα γενούνε. (στίχοι, σύνθεση Μ. Βαμβακάρη)
Εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά, μες΄ τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά. Παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα χρόνια και καλά. (στίχοι σύνθεση Απ. Καλδάρα)

Καφέ αμάν
Στα τέλη του 19ου αιώνα αρκετοί μουσικοί με σπουδές σε ωδεία της Ελλάδας και της Ευρώπης παρακολουθούσαν με μελαγχολία τη μεγάλη επιτυχία και τη λαϊκή αποδοχή των εξ Ανατολής κομπανιών. Ήταν το ξεκίνημα των καφέ σαντούρ, των καφέ αμάν ή των ωδικών καφενείων στην Αθήνα, στον Πειραιά και σε άλλα αστικά κέντρα. Η επιτυχία αυτή φάνηκε να υποχωρεί στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μετά την άνοδο της αθηναϊκής επιθεώρησης που εμφανίστηκε το 1907. Στις επιθεωρήσεις αυτές πολλοί μουσικοί ευρωπαϊκής παιδείας συνέθεταν νέες μουσικές ή διασκεύαζαν διεθνείς επιτυχίες, προσαρμόζοντάς τες στις ανάγκες της παράστασης. Η μεγάλη αποδοχή των επιθεωρήσεων «φούσκωσε» τα μυαλά πολλών από τους μουσικούς αυτούς, που άρχισαν έναν πόλεμο κατά του «απεχθούς αμανέ» με μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Αι Αθήναι» το 1911. Εδώ θα πρέπει να επισημανθούν μερικά βασικά γεγονότα που προηγήθηκαν ή λειτούργησαν παράλληλα. Ήδη από την εποχή του κωμειδυλλίου –που προηγήθηκε της επιθεώρησης– εξαίρετοι εκπρόσωποί του έγραψαν τραγούδια γύρω από τη ζωή και τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων. Ομοίως, σημαντικοί λογοτέχνες συμπεριέλαβαν στα διηγήματά τους παρόμοια θέματα. Ο ίδιος ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, «ορκισμένος εχθρός» των ανατολίτικων μελωδιών, συμπεριέλαβε στις αρχές του 20ού αιώνα, στη μουσική του για τις «Εκκλησιάζουσες» της Νέας Σκηνής του Κων/νου Χρηστομάνου, ένα «αμανετζίδικο» τραγούδι και έναν ζεϊμπέκικο χορό. Στο Θέατρο Σκιών, δημοφιλέστερο λαϊκό θέαμα της εποχής, ο διάσημος καραγκιοζοπαίκτης Γιάννης Μώρος εισάγει, το 1905 στον Πειραιά, τη φιγούρα του Σταύρακα, αποτυπώνοντας τους κουτσαβάκηδες, τους μάγκες ή τους μόρτες. Στην Πόλη και στη Σμύρνη αρχίζουν, την ίδια εποχή, οι πρώτες ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών, με προτεραιότητα στα λαϊκά τραγούδια των περιοχών αυτών, τα οποία οι Μικρασιάτες Έλληνες θεωρούσαν ως τα «πρώιμα» ρεμπέτικα. Και αφού ηχογραφούνται κυριαρχούν στα μηχανήματα αναπαραγωγής –γραμμόφωνα, μουσικά κουτιά, λατέρνες– και μεταφέρονται ευκολότερα στην κυρίως Ελλάδα.
Το 1914 ένα πολυτάλαντος καλλιτέχνης από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ο Θάνος Ζάχος (ψευδώνυμο του ηθοποιού Ζαχαρία Νοταράκη), εισάγει για πρώτη φορά, στην επιθεώρηση «Σκούπα», τον τύπο του μάγκα, εισπράττοντας μεγάλη αποδοχή και επιτυχία. Ζαχαρίας Παπαντωνίου Σε κατάσταση «πανικού» μπροστά στη νέα προοπτική της επικράτησης και της αποδοχής των «σκοτεινών» αυτών τύπων, του ρεμπέτη ή του μάγκα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δημοσιεύει το 1917 στην εφημερίδα «Εμπρός» διακήρυξη κατά του αμανέ, προτείνοντας, μεταξύ άλλων διώξεων, ακόμη και τη φορολόγηση του κύριου μουσικού οργάνου, που ήταν το σαντούρι. Η οριστική ανατροπή επισφραγίζεται το 1921 με το ανέβασμα της οπερέτας των Νίκου Χατζηαποστόλου και Ιωάννη Πρινέα «Οι Απάχηδες των Αθηνών». Εκεί η επιτυχία του παλαίμαχου Θάνου Ζάχου και του νεότερου Πέτρου Κυριακού στους αυτοσατιριζόμενους ρόλους του Καρούμπα και του Καρκαλέτσου, τύπων του ρεμπέτικου, παρέτεινε για δύο χρόνια τις παραστάσεις, πράγμα αδιανόητο για την εποχή.

Η γέννηση του ρεμπέτικου τραγουδιού
Το ρεμπέτικο τραγούδι, είδος αστικού τραγουδιού, φαίνεται ότι γεννήθηκε στην αναπτυγμένη οικονομικά και πολιτιστικά Σμύρνη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα Το μουσικό ύφος που διαμορφώθηκε στην πόλη, φέρει επιδράσεις από Δύση και Ανατολή αφού συναντάμε από δυτικού τύπου μαντολινάτες έως και ανατολίτικου ύφους ορχήστρες με βιολιά, σαντούρια, ούτια, πολίτικες λύρες κ.α. Τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 διαδόθηκαν ταχύτατα οπουδήποτε υπήρχαν Έλληνες.
Έτσι δημιουργήθηκαν εστίες κατ’ αρχήν στην Κωνσταντινούπολη η οποία διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου μουσικού ύφους στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξάνδρεια αλλά και μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής από όπου έχουμε και μια παρακαταθήκη μοναδικών ηχογραφήσεων ρεμπέτικων τραγουδιών από το 1900 και μετά.
Τα καφέ αμάν
Εργαλείο διάδοσης αποτέλεσε επίσης η μετάκληση μουσικών από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη στα αστικά κέντρα του ελληνικού κράτους. Οι μουσικοί αυτοί εκτελούσαν τα τραγούδια τους σε μουσικά καφενεία, τα λεγόμενα καφέ – αμάν, αλλά και σε μάντρες και εξέδρες ενθουσιάζοντας το κοινό. Τα καφέ - αμάν άκμασαν, ιδιαίτερα στην Αθήνα, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με αποκορύφωμα την χρονική περίοδο 1886 - 1896. Το όνομά τους, όπως και η ονομασία «αμανές»  για το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού, προέκυψε από την συχνή επανάληψη της λέξης «αμάν» που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει έλεος.
 Τα λιμάνια ως σταθμοί μετεγκατάστασης του ρεμπέτικου
Τα λιμάνια όπως είναι φυσικό αποτέλεσαν σταθμούς «μετεγκατάστασης» και ανάπτυξης του είδους, κυρίως της Ερμούπολης, του Πειραιά, της Καβάλας, του Ηρακλείου Κρήτης κ.ά. Με την άφιξη των ελλήνων της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 οι πρόσφυγες πλέον, σπουδαίοι μουσικοί και τραγουδιστές, συνεργαζόμενοι με τους ντόπιους μουσικούς διαμόρφωσαν οριστικά το ρεμπέτικο μουσικό ύφος.
Από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και ύστερα τα ρεμπέτικα γνώρισαν αναβίωση, έγιναν αντικείμενο ευρύτερης λαϊκής αποδοχής και μελέτης από κοινωνιολόγους ιστορικούς και μουσικολόγους. Η αναβίωση του ρεμπέτικου την δεκαετία του 1980 - Απόσπασμα από ντοκιμαντέρ του BBC για τη ρεμπέτικη κουλτούρα.

Ρεμπέτες και στέκια των ρεμπέτηδων

Πολλά έχουν λεχθεί  και έχουν γραφτεί  για τους  διάφορους ρεμπέτες. Λίκνο των  ρεμπέτηδων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα...